ἀγαλματοποιοῦ

ἀγαλματοποιοῦ
ἀ̱γαλματοποιοῦ , ἀγαλματοποιέω
make statues
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀγαλματοποιέω
make statues
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἀγαλματοποιέω
make statues
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀγαλματοποιός
sculptor
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαλματοποιία — η (Α ἀγαλματοποιία) [ἀγαλματοποιός] η τέχνη τού αγαλματοποιού …   Dictionary of Greek

  • αγαλματοποιητικός — ή, ό (Α ἀγαλματοποιητικός, ή, όν) [ἀγαλματοποιῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγαλματοποιητική η τέχνη τού αγαλματοποιού, η αγαλματοποιία …   Dictionary of Greek

  • αγαλματοποιικός — ἀγαλματοποιικός, ή, όν (Α) [ἀγαλματοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγαλματοποιική η αγαλματοποιία* 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγαλματοποιικόν αμοιβή αγαλματοποιού …   Dictionary of Greek

  • αγαλματοποιία — αγαλματοποιία, η η τέχνη του αγαλματοποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”